- γλωσσολογώ
- (ε) αμετ. заниматься языкознанием, лингвистикой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλωσσολογώ — ( έω) ασχολούμαι με τη γλωσσολογία … Dictionary of Greek
αγλωσσολόγητος — η, ο [γλωσσολογώ] 1. ο αμύητος στη γλωσσολογία 2. αυτός που κάνει γλωσσολογικά λάθη … Dictionary of Greek